προσδιορθοῦμαι

προσδιορθοῦμαι
προσδιορθόομαι
pres ind mp 1st sg
προσδιορθόω
correct
pres ind mp 1st sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • προσδιορθώ — όω, Α 1. διορθώνω επί πλέον 2. μέσ. προσδιορθοῡμαι, όομαι επανορθώνω, επισκευάζω επί πλέον …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”